χωριό

χωριό
1) bourgade
2) village

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • χωριό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το, Ν 1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο… …   Dictionary of Greek

  • χωριό — το 1. μικρός συνοικισμός: Ζει στο χωριό. 2. το σύνολο των κατοίκων του χωριού: Ήρθε όλο το χωριό. 3. φρ., «Δεν κάνουμε χωριό οι δυο μας», δε συμφωνούμε. 4. φρ., «Γίναμε από δυο χωριά», μαλώσαμε. 5. παροιμ. «Xωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρίο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το / χωρίον, ΝΜΑ [χώρα / χῶρος] μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπή αρχ. 1. ιδιαίτερος… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλο Χωριό — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 100 μ., 144 κάτ.) του Αγαθονησίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγαθονησίου του νομού Δωδεκανήσου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 233 κάτ.) της Τήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Μικρό Χωριό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ., 14 κάτ.) του Αγαθονησιού. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγαθονησίου του νομού Δωδεκανήσου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 76 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • Καλό Χωριό — Sp Kalò Chòrijas Ap Καλό Χωριό/Kalo Chorio L Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μέγα Χωρίο — Sp Mèga Chorijas Ap Μέγα Χωρίο/Mega Chorio L P. Sporadų ss. (Tilo s.) ir C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Χωριό — Οικισμός (9 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλωμαρίου …   Dictionary of Greek

  • Άσπρο Χωριό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 166 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Δασικό Χωριό — Οικισμός (1 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σταυρούπολης …   Dictionary of Greek

  • Καινούργιο Χωριό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 140 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 17 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επισκοπής. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”